- ακαμάτεμα
- το [ακαματεύω]1. η ακαμασιά*2. το στόλισμα τών κοπαδιών3. η διακοπή μιας γεωργικής εργασίας για να ξεκουραστούν οι εργάτες4. το μεσημέρι (επειδή τότε συνήθως γίνεται το διάλειμμα για ξεκούραση τών γεωργών).
Dictionary of Greek. 2013.